- σελιδοδείκτης
- bookmark
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
σελιδοδείκτης — και σελιδοδείχτης, ο, Ν μακρόστενη ταινία από χαρτόνι, ύφασμα ή πλαστικό η οποία χρησιμεύει για την επισήμανση σελίδας βιβλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα + δείκτης (πρβλ. λεπτο δείκτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
σελιδοδείκτης — ο ταινία για επισήμανση κάποιας σελίδας ενός βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελιδοδείχτης — ο, Ν βλ. σελιδοδείκτης … Dictionary of Greek